ὀνησιφόρως

ὀνησιφόρως
ὀνησιφόρος
bringing advantage
adverbial
ὀνησιφόρος
bringing advantage
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ονησιφόρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο απόστολος εκ των O’. Ήταν συνεργάτης του απόστολου Παύλου. Από την Έφεσο πήγε στη Ρώμη, όπου είχε εγκατασταθεί ο Παύλος και τον βοήθησε (επιστολή προς Τιμόθεον α 16). Είναι γνωστός ως επίσκοπος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”